- εκουσιακούσιος
- ἑκουσιακούσιος, -ον (Μ)Ι. αυτός που θέλει και δεν θέλει κάτι, που αμφιταλαντεύεται2. επίρρ. ἑκουσιακουσίωςθέλοντας και μη, χωρίς να ερωτηθεί κανείς αν θέλει ή δεν θέλει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.